Ηρθαν; Δεν μπορεί, θα ήρθαν. Ολα γύρω μου αυτό δείχνουν. Μέσα μου δεν τα νιώθω. Στολίσαμε δέντρο. Και φωτάκια βάλαμε (λες να φταίει που δεν είναι αυτά με τον σπαστικό ήχο;) Εβαλα και εορταστικό wallpaper στο pc μου, άλλαξα και τα εικονίδια. Τίποτα. Μια βόλτα στο internet με ενημερώνει ότι είμαστε 8 μέρες μακριά από τα Χριστούγεννα. Μπήκα και στο site του Αϊ-Βασίλη. Βρήκα και δεύτερο. Αυτό έχει το επίθετό του, μάλλον είναι πιο επίσημο. Ξενερώνω με τη δήθεν θαλπωρή και τη ντεμέκ (ωραία λέξη) ευτυχία που πουλάνε μέσω internet. Τα νεύρα μου γίνανε μακαρόνια όταν έπεσα στο ζενίθ της ξαφτίλας. Jesus is my coach. Κάνε κι εσύ ένα πρωτότυπο δώρο. Μπορείς. Ρε δε με παρατάτε; Κάντε μου δώρο ένα iPod.
~
Ο 88.5 με ενημερώνει ότι και στο Χαρτούμ η ώρα είναι 1.
~
Μου στείλαν με email το καλύτερο animation που έχω δει εδώ και πολύ καιρό!
Κάτι τόσο απλό μπορεί να σου φτιάξει τη διάθεση!!
~
Ξεκολλήστε ρε! Κάθε μέρα είναι Χριστουγέννα. Δίνω άδεια στον εαυτό μου και την ξεκινάω από τώρα!
~
Νιώθω καλύτερα. Ευχαριστώ γιατρέ μου.
4 σχόλια:
Να και κάποιος που τα λέει στα ίσα...
Πάλι καλά, γιατί έχει ήδη αρχίσει η Χριστουγεννίτιδα στα blogs και θέλουμε ακόμα 10 μέρες...
Μπορούμε να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα όποτε θέλουμε.
(Τα λαμπάκια στον οβελία είναι too much;)
mou irthe san syneirmos o "griniaris" apo ta stroumfakia--> "Mou ti dinoun ta Xmas!"
Kai diafwnw kathetws,plagiws k pros oles tis katefthinseis telos pantwn...E kai den einai kathe mera Xristougenna!Ela na vlepw...kali diathesiiii!
Και'γω δεν έχω Χριστουγεννιάτικη διάθεση..
ψάχνω να βρω πως θα αποκτήσω..χμμμμμμμ!!!
Πέφτει το δέντρο
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Την είδα εγώ τη στραβή απ' όταν πήγα να πάρω τα φωτάκια γιατί πολλά απ' αυτά που είχα ήταν παλιά και μου καήκανε. Λέω, πού να πάω; Πού να πάω; Ας πάω εδώ κοντά που 'χει ένα απ' αυτά τα σούπερ (ντούπερ) μάρκετ παιχνιδιών, δεν μπορεί, τόσα παιχνίδια, θα 'χουν και λαμπάκια. Βέβαια χρονιάρες μέρες (παραμονές Χριστουγέννων ήτανε), λέω, θα χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, αλλά δεν βαριέσαι, λέω, θα πάω. Πάω... και τι να δω; H Σαχάρα της γειτονιάς σας σάς εύχεται χρόνια πολλά. Το άδειο! Το κενό! Μια παιχνιδούπολις φάντασμα με ατέλειωτους δαιδάλους-διαδρόμους στολισμένους κι έρημους και σε κάθε διακλάδωση από μία πωλήτρια ντυμένη κάτι μεταξύ φαστ-φουντ και χριστουγεννιάτικου δέντρου να φυλάει καραούλι.
- Καλημέρα, λέω, χρόνια πολλά, τι γίνεται;
- Τι να γίνει; Δεν βλέπετε; Τίποτα δεν γίνεται. Χρόνια πολλά. Αλλάζω κουτιά στα ράφια. Ή αλλάζω ράφια στα κουτιά; Πώς να το πω; Τέλος πάντων, παίρνω τα κουτιά απ' το 'να ράφι και τα βάζω στ' άλλο δουλειά να μη μου λείπει.
- Δεν βλέπω κόσμο.
- Γιατί, βλέπω εγώ και σας το κρύβω; Κανείς, ψυχή.
- Γιατί;
- Για τη μοίρα την κακιά μου, να γιατί.
- Ξέρετε τι θέλω;
- Όχι, πού να ξέρω, δεν μου 'πατε. Μου 'πατε;
- M' αφήσατε να μιλήσω, αφού δεν μ' αφήσατε, με πήρατε απ' τα μούτρα.
- Τι να κάνω, κύριέ μου, από το πρωί έχω ν' ανοίξω το στόμα μου, είδα και 'γω άνθρωπο είπα να τ' ανοίξω να πω μια κουβέντα που θα τρελαθούμε εδώ μέσα στη μουγκαμάρα χρονιάρες μέρες...
- Καλά χρονιάρες μέρες, όπως λες κι εσύ, και δεν έχετε κόσμο; Τότε τι το κρατάτε το έρημο;
- Αυτό λέω και 'γω αλλά τι θες κι εσύ, να τους το πω να το κλείσουνε να μ' απολύσουνε;
- Όχι, δεν θέλω αυτό. Φωτάκια θέλω.
- Τι φωτάκια;
- Φωτάκια, λαμπάκια, πώς τα λένε. Για το δέντρο...
- Τι; Θα στολίσετε δέντρο; Εσείς;
Και με κοίταξε πάνω κάτω άναυδη. Δεν της γέμιζα το μάτι. Ούτε αντίο δεν της είπα, έφυγα κακήν κακώς, πήγα στο θέατρο. Παρακάλεσα, πήγανε μου πήρανε κάτι φωτάκια εκεί, πήγα σπίτι, το στόλισα, το φώτισα, αν και αρχίσανε αυτά τα ευλογημένα να κάνουνε σαν τρελά, αναβοσβήνανε γρήγορα γρήγορα αστραπή και μετά αργά αργά σαν να λιποθυμούσανε, ξαφνικά τα 'πιανε κάτι κι αρχίζανε να τρέχουνε γύρω γύρω τρεχαντήρι, και μετά πάλι αστραπή λιποθυμία τρεχαντήρι. Ήρθα το βράδυ και ζαλίστηκα απ' το άναψε σβήσε σαν να 'χα πιει μια νταμιτζάνα ούζο. Καθόμουνα ζαλισμένος και το κοίταγα και λέω τι το θέλω εγώ τώρα το δέντρο. Παλιά, όταν ήταν η μητέρα μου, το στόλιζα για χάρη της. Όχι προσωπικά γι' αυτήν, αλλά γιατί έλεγε πάντα: «Τι; Δεν θα στολίσουμε δέντρο για το παιδί;». Εγώ ήμουνα το παιδί. Γι' αυτό λέω όσο ζούσε είχαμε παιδί στο σπίτι, τώρα για ποιο παιδί στολίζω; Αλλά πάλι να 'ναι η βεράντα θεοσκότεινη άγιες μέρες; Βλέπεις, όλοι τώρα τα έχουνε δει τα Χριστούγεννα Λας Βέγκας. Πώς θα 'ναι το σπίτι μου ανάμεσα στη φωτοχυσία της γειτονιάς σαν μαύρη τρύπα στην απαστράπτουσα ευτυχία τους τη φωταγωγημένη; Τι να κάνω, να το ξεστολίσω; Να το «σβήσω»; Εκεί απάνω στο «σβήσω», συγκεκριμένα στο «ω», ωωωωωωπ το βλέπω το έθιμο να γέρνει, γέρνει, πέφτει, πέφτει, πάει έπεσε. Στην πτώση του δε παρέσυρε και μια δημιουργία της Ρούλας φτιαγμένη από έναν γυάλινο σωλήνα που μέσα του είχε νερό κι έπλεε κερί τεραστίων διαστάσεων σαν Θεέ-μου-συχώρα-με, και γύρω-γύρω πευκοβελόνες, κλαδιά από γκι με καρφωμένα στις κορφές μήλα ψεύτικα από πεπιεσμένο χαρτί βαμμένα κόκκινο λουστρίνι. Γέμισε η βεράντα σπασμένα γυαλιά, νερά, μήλα, έλατα και φωτάκια με κόπο αποκτηθέντα, που στην επαφή τους με το υγρό στοιχείο κάνανε ένα μπρααφ κι έπεσε ο γενικός και βρήκαμε το σκοτάδι μας και ησυχάσαμε..
Δημοσίευση σχολίου